ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βραδύνει (ρ. απρόσ.) βραδύνει [vraˈðini] Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ. βρα’ύνει [vraˈini] Μισθ., Ουλαγ. βραδυνίσ̑κ' [vraðiˈniʃk] Φλογ. βραγυνίσ̑κ' [vraʝiˈniʃk] Αξ. Αόρ. βράδυνε [ˈvraðine] Σινασσ., Φάρασ. βράδυνιν [ˈvraðinin] Τσουχούρ., Φάρασ. βράδεν' [ˈvraðen] Φλογ. βράε [ˈvrae] Ουλαγ. Από το αρχ. ρ. βραδύνω = καθυστερώ. Oι τύπ. αορ. βράδεν', βράε από το γ' εν. εβράδυνε. Ο τύπ. βραδυνίσ̑κ’ με το επίθμ. -ίσκω αναλογ. από τον παρατατ.
Βραδιάζει ό.π.τ. : Ους να βρα’ύν', κλαίιξι για εκείνου (Μέχρι να βραδιάσει έκλαιγε για εκείνο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λάμιξαν 'σουν να βρα’ύσ' (Όργωναν μέχρι να βραδυάσει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Βραγυνίσ̑κ' κι ετούτα ντεμ μπόρ' να ντo γουλτώσ̑'νε (Βραδιάζει κι αυτοί δεν μπορούν να το τελειώσουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Και ποτέ σύντυχαν αβούτζα γλυκά γλυκά πέρασεν η ώρα, βράδυνε και δεν τό 'νιωσαν (Και καθώς μιλούσαν έτσι γλυκά γλυκά πέρασε η ώρα, βράδιασε και δεν το κατάλαβαν) Σινασσ. -Αρχέλ. Άλλε βράε, πούι να πας! (Βράδιασε πια, πού θα πας!) Ουλαγ. -Κεσ. Γκιοζλαΐζουμ' να έρτ'νι, ντεν έρουντι, βράυνι, νυχιάσι (Περιμένουμε να έρθουν, δεν έρχονται, βράδυασε, νύχτωσε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Στάη πόσις ώρις, ους να βρα'ύν' στάη σου λερό μέσα (Έμεινε πόσες ώρες, μέχρι να βραδυάσει έμεινε μέσα στο νερό) Κάτσε ατσ̑εί σώστου να βραδύνει· σαμού βράδυνε, 'στέρου είδεν ντι κι ξείλ'σαν λι-έγα κουτούκε (Έκατσε εκεί μέχρι να βραδιάσει· όταν βράδιασε, τότε είδε ότι έπεσαν κάτω μερικά κούτσουρα) Φάρασ. -Dawk. Ξείλ'σαμ' 'ς τα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι 'ς τα παγάνια 'πέσω, βράδυνε (Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε) Φάρασ. -Thumb Συνών. βραδιάζω