βουτυριάρης
(επίθ.)
βουτυριάρ'
[vutiˈrʝar]
Μαλακ.
βουτουριάρ'
[vuturˈjar]
Φλογ.
Από το ουσ. βούτυρο και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Βουτυρένιος
ό.π.τ.