βουνί
(ουσ. ουδ.)
βουνί
[vuˈni]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ.
βουινί
[vuiˈni]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ.
βουγνί
[vuˈɣni]
Σινασσ.
γβουνί
[ɣvuˈni]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. βουνίν, υποκορ. του αρχ. ουσ. βουνός. Ο τύπ. βουινί πιθ. με μετάθ. από την γεν. βουνιού > βουϊνού.
1. Βουνό, όρος
ό.π.τ.
:
Βουνιού τσ̑ην άκρα
(Στην άκρη του βουνού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένας λύκος τρέχνει να φάγει τα παιριά στο βουνί, άμα κανείς δεν παίν' να τα γλουτώσ'
(Ένας λύκος τρέχει να φάει τα παιδιά στο βουνό, μα κανείς δεν πάει να τα γλιτώσει)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Και εξέβην και πήγεν σα βουνιά
(Και βγήκε και πήγε στα βουνά)
Τελμ.
-Dawk.
Σύφτασαν σο βουνί, κι εκεί σάλσαν τ’ αλόγατα σο βουνί
(Έφτασαν στο βουνό κι εκεί αμόλησαν τα άλογα στο βουνό)
Γούρδ.
-Dawk.
Να κουβαλήσ' χτάρια απ' του βουνί
(Να κουβαλήσει πέτρες από το βουνό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δαρά γιορωνιάσα και κώλτσαν με εδώ σο βουινί
(Τώρα γέρασα και με έδιωξαν εδώ στο βουνό)
Φλογ.
-Dawk.
Να πάω ατσ̑ού και 'ς τ’ άλλο το-ι-βουνί
(Θα πάω εκεί και στο άλλο το βουνό)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Αν ολοΐσεις σα βουινιά!
(Να μείνεις στα βουνά!˙ άρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Σο νιχέρ' απ'κάτω να μην έν-νει και σο βουνί απάνω ας έν-νει
(Κάτω από την πέτρα να μην είναι και ας είναι πάνω στο βουνό˙ Όταν κάποιος ταξιδιώτης αργεί να γυρίσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ασ' σο να ειπώ να μ' εύχεσθε, εννιά βουνιά διέβην
Ήταν ένα μακρό βουνί, σκέλιασμα δεν το ποίκα (Μέχρι να σας αποχαιρετήσω, πέρασα εννιά βουνά
Ήταν ένα μακρύ βουνό, δεν το πέρασα) Τελμ. -Lag. Συνών. ρουχί
Ήταν ένα μακρό βουνί, σκέλιασμα δεν το ποίκα (Μέχρι να σας αποχαιρετήσω, πέρασα εννιά βουνά
Ήταν ένα μακρύ βουνό, δεν το πέρασα) Τελμ. -Lag. Συνών. ρουχί
2. Βράχος, πέτρα
Σίλ.
:
Ούλες οπ’ το βουνί ήτανε
(Ήταν όλες από πέτρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ένα κελλί οπ' βουνί
(Ένα πέτρινο κελλί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
καγιάς :1