βουλιάζω
(ρ.)
Αόρ.
βούλιασα
[ˈvuʎasa]
Ανακ.
βούλιαξα
[ˈvuʎaksa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. βουλιάζω.
Αμτβ., βουλιάζω και κατ' επέκτ. δύω
ό.π.τ.
:
Ντου χωριό ούλου πήιν κάτ᾽, βούλιαξι
(Το χωριό όλο πήγε κάτω, βούλιαξε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Το φεγγάρ’ βούλιασεν, πήεν ση μάνα τ’
(Το φεγγάρι βούλιαξε, πήγε στην μάνα του˙ Το φεγγάρι είναι στην χάση του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βουτώ, μπατίζω, τσοκτιέω