ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βουλιάζω (ρ.) Αόρ. βούλιασα [ˈvuʎasa] Ανακ. βούλιαξα [ˈvuʎaksa] Μισθ. Από το μεσν. ρ. βουλιάζω.
Αμτβ., βουλιάζω και κατ' επέκτ. δύω ό.π.τ. : Ντου χωριό ούλου πήιν κάτ᾽, βούλιαξι (Το χωριό όλο πήγε κάτω, βούλιαξε) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Το φεγγάρ’ βούλιασεν, πήεν ση μάνα τ’ (Το φεγγάρι βούλιαξε, πήγε στην μάνα του˙ Το φεγγάρι είναι στην χάση του) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βουτώ, μπατίζω, τσοκτιέω