βούτυρο
(ουσ. ουδ.)
βούτυρου
[ˈvutiru]
Σίλ.
βούτουρο
[ˈvuturo]
Ανακ.
βούτ'ρο
[ˈvutro]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ.
βούτ'ρου
[ˈvutru]
Δίλ., Μαλακ.
βούτ'ρους
[ˈvutrus]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
βουτούρατα
[vuˈturata]
Σίλ., Τζαλ., Φλογ.
βουτύραδα
[vuˈtiraða]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. βούτυρον. Ο τύπ. βούτουρο ήδη μεσν. Ο τύπ. βούτυρος ήδη μεταγν.
1. Βούτυρο
ό.π.τ.
:
Ταζα̈́ βούτ'ρου
(Φρέσκο βούτυρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γαλάτ' βούτ'ρους
(Βούτυρο γάλακτος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σ̑άνου βούτ'ρους
(Παρασκευάζω βούτυρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βούτυρου σε τα πάρου
(Το βούτυρο θα το πάρω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντουβράιζαμ' ντου γάλα μι ντου ντουρβάν', βγάλλιξαμ' βούτ'ρους
(Κοπανάγαμε το γάλα με το δρουβάνι, βγάζαμε βουτυρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φουκαρλούχ' 'ντουν, τρώιξις ντου μι σ̑ακιάρ' δου βούτ'ρους τσι ψωμί
(Ήταν φτώχεια, έτρωγες βούτυρο με ζάχαρη και ψωμί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
άλειμμα :1, καράκι
2. Ζωικό λίπος, λαρδί
Αξ., Μισθ., Τροχ.
:
Ντου κιριάς είχιν ένα γαζά βούτ'ρους
(Το κρέας είχε πολύ λίπος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ακούμα έχου βούτρους απ' τα γουρούνια
(Ακόμα έχω λαρδί από τα γουρούνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Kόβου λίου απ' τα γιάνια τ' κιριάς, σέρου δου σου ψησταριά απάν', εμπέ χορσά χορσά μυρίζ' εκείνου δου βούτ'ρους
(Κόβω λίγο από τα πλευρά του κρέατος, το ρίχνω πάνω στην ψησταριά, αμάν ωραία μυρίζει εκείνο το λίπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το βούτ'ρο κόβισ̑καν το, χ̇έκνισ̑καν ντο 'ς το λεέν'
(Το λίπος (του σφαγμένου γουρουνιού) το έκοβαν, το έβαζαν στην λεκάνη)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
άλειμμα :2