γκιούλι
(ουσ.)
γκΰλ’
[ɟyl]
Ουλαγ., Τελμ.
γκιούλ’
[ɟul]
Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Τελμ.
κιούλι
[ˈculi]
Ανακ.
γκούλι
[ˈguli]
Δίλ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
γκούλ’
[gul]
Μαλακ., Μισθ.
κούλι
[ˈkuli]
Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
κούλ’
[kul]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. gül (< περσ. gul), όπου και διαλεκτ. τύπ. gul = τριαντάφυλλο.
1. Τριαντάφυλλο
ό.π.τ.
:
Έπ'κε ερυό φσ̑έγια, το ένα παιρί και το άλλο κορίτσ̑'· το ένα γελά, πέφτουν γκιούλια, το άλλο κλαίγ̑', πέφτουν τζεβαΐρια
(Έκανε δυο παιδιά, το ένα αγόρι, το άλλο κορίτσι· το ένα γελά, πέφτουν τριαντάφυλλα, το άλλο κλαίει, πέφτουν μαργαριτάρια)
Αραβαν.
-Φωστ.
Το κορίτσ̑ι τ' ϋρκελάνσε· το γκΰλ’ πέτασέν ντo κάτ' ντετσ̑έ, γκαι 'ένε ένα πολύ κιγιάρ'
(Το κορίτσι του θύμωσε· πέταξε εκεί κάτω το τριαντάφυλλο και αυτό μεταμορφώθηκε σε έναν μεγάλο σωρό κριθάρι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Αυτό το γκούλι φετεινό ’ναι
(Αυτό το τριαντάφυλλο είναι φετινό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σύ τίς είσι τσ̑αι κόφτεις το μόνα το κούλι;
(Ποιός είσαι εσύ που κόβεις το τριαντάφυλλό μου;)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Του κουλιού το γλυκό
(Του τριαντάφυλλου το γλυκό˙ γλυκό του κουταλιού από ροδοπέταλα)
Σινασσ.
-Βλασ.
|| Παροιμ.
Ό,τσ̑ις αγαπά το γκΰλ’ αγαπά και τ' αγκάρια τ'
(Όποιος αγαπά το τριαντάφυλλο αγαπά και τ' αγκάθια του˙ κάθε καλό πρέπει να το δεχόμαστε και με τα μειονεκτήματά του)
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ας πέσουν τ' άνθια απάνω σου, τα γκιούλια σην κορφή σου
Και των γκιουλιών οι μυρωδιές ας πέσουν στην καργιά σου (Ας πέσουν τ' άνθη πάνω σου, τα ρόδα στο κεφάλι σου
Kαι οι μυρωδιές των ρόδων ας πέσουν στην καρδιά σου) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. βάρτι
Και των γκιουλιών οι μυρωδιές ας πέσουν στην καργιά σου (Ας πέσουν τ' άνθη πάνω σου, τα ρόδα στο κεφάλι σου
Kαι οι μυρωδιές των ρόδων ας πέσουν στην καρδιά σου) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. βάρτι
2. Γενικότερα, λουλούδι
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Αφήνεις μι να πάρου 'να γκιούλ’;
(Μου επιτρέπεις να πάρω ένα λουλούδι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπαχτσ̑ά δεν έχ'· έχ' κήπο, έχ' γκιούλια
(Λαχανόκηπο δεν έχει· έχει κήπο, έχει λουλούδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσι γκιούλια να χέκεις απέσ';
(Και λουλούδια θα βάλεις μέσα (ενν. θα πουλάς στο κατάστημα που θα ανοίξεις);)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'αν ντου παπαρούνα τσ̑όουν ένα γκιούλ’, είχι κόλλα· άνοιζαμ' ντου, κόλλαναμ' ντου τσ̑αά σα μέτωπα
(Σαν την παπαρούνα είχε ένα λουλούδι· είχε κολλώδη ουσία, το ανοίγαμε, το κολλούσαμε εδώ στα μέτωπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γκούλι μ'!
(Λουλούδι μου· θωπευτική επίκληση)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Φρ.
Άνοιξαν ντα γκιούλια
(Άνοιξαν τα λουλούδια˙ άνθισαν τα λουλούδια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άσπρα κούλια
(Άσπρα λουλούδια˙ μολόχες, αφεψήματα για το βήχα)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
βασιλικὀς, πούλουδο, τσιτσέκι