γκιουλουτζούκα
(ουσ. ουδ.)
γκιολουτζ̑ούκα
[ɟuluˈdʒuka]
Αραβαν.
Πληθ.
γκιουλουτζούκια
[ɟuluˈdzuca]
Γούρδ.
κιουλουτσούκια
[culuˈtsuca]
Γούρδ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gülük = ψωμάκι, τσουρέκι (THADS, λ. gülük IV, külük III) και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι με τσιτακ. και υποχωρητ. αφομ. [u-i > i-i]. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο μεσν. ουσ. κουλλίκι = είδος μικρού ψωμιού, κουλουράκι.
Μικρό στρογγυλό ψωμάκι, κουλούρι
Συνών.
κουλουρόπο, κουρόκκο, Πβ.
σιμίτι, χαλκάς