ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκιουλουτζούκα (ουσ. ουδ.) γκιολουτζ̑ούκα [ɟuluˈdʒuka] Αραβαν. Πληθ. γκιουλουτζούκια [ɟuluˈdzuca] Γούρδ. κιουλουτσούκια [culuˈtsuca] Γούρδ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gülük = ψωμάκι, τσουρέκι (THADS, λ. gülük IV, külük III) και το παραγωγ. επίθμ. -ίκι με τσιτακ. και υποχωρητ. αφομ. [u-i > i-i]. Λιγότερο πιθ. η αναγωγή στο μεσν. ουσ. κουλλίκι = είδος μικρού ψωμιού, κουλουράκι.
Μικρό στρογγυλό ψωμάκι, κουλούρι Συνών. κουλουρόπο, κουρόκκο, Πβ. σιμίτι, χαλκάς