γκιουμρούκι
(ουσ. ουδ.)
γκϋμρΰκ'
[ɟymˈryk]
Ουλαγ.
γκουμbρίκ'
[gumˈbrik]
Αξ.
κιουμbρίκ'
[cumˈbrik]
Φερτάκ.
κ͑ουμbρίκ'
[kʰumˈbrik]
Ανακ., Δίλ., Ποτάμ., Τροχ., Φλογ.
γκουμbρούκι
[gumˈbruci]
Φάρασ.
κ͑ουμρούκι
[kʰumˈruci]
Φάρασ.
κ͑ουμbρούκι
[kʰumˈbruci]
Φάρασ.
κ͑ουμbρούτσ̑’
[kʰumˈbrutʃ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. gümrük = τελωνείο, το οπ. από το μεσν. κομμέρκιον (< λατιν. commercium). Πβ. νεότ. γιμπρούκι (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009: Α΄, σ. 13)
3. Τα λεφτά που μοίραζαν για τον νεκρό (προκειμένου η ψυχή του να περάσει στον Κάτω Κόσμο), ο οβολός για τον περαματάρη
ό.π.τ.
:
Αν ντε ντέκ' ψυή, μπράζομ' ντο γκιϋμρΰκ' παρασι̂́· σεράνdα παράγια να ντέκεις· απ' σεράνdα γκϋμρϋκτσΰγια να περνάσ'
(Αν δεν του βγαίνει η ψυχή, μοιράζουμε γκιουμρούκι· 40 παράδες να δίνεις· με 40 γκιουμρούκια και πάνω (ο νεκρός) θα περάσει, ενν. στον Κάτω Κόσμο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Δίνουν το κιουμbρίκ στον κιουμbρουκτσή που φυλά την πόρτα
(Δίνουν το γκιουμρούκι στον τελωνοφύλακα που φυλά την πόρτα (του Κάτω Κόσμου, όπου δυσκολευόταν να πάει ο νεκρός για τον οπ. έδιναν τα χρήματα))
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Προτού να πεθάν', μοίραζαν το κ͑ουμbρούτσ̑’
(Πριν να πεθάνει, μοίραζαν τον οβολό)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Πούρμου να πεθάν' φκάισ̑καν οφκόλογο, μοίραζαμ' κ͑ουμπρίκ, παράδια
(Πριν να πεθάνει κάποιος, έκαναν ευχέλαιο, μοιράζαμε οβολούς, χρήματα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Γκιϋμρΰκ' παρασι̂́
(Τελωνείου χρήματα˙ τα λεφτά που μοίραζαν για τον ετοιμοθάνατο (προκειμένου η ψυχή του να περάσει στον Κάτω Κόσμο))
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ο φουχαρα̈́ς 'υρεύκεν ντα το κουμρούκι του να χαθεί
(Ο φουκαράς έψαχνε τον οβολό του για να πεθάνει˙ το έλεγαν όταν ο ασθενής πέθαινε την ίδια μέρα κατά την οποία οι συγγενείς μοίραζαν χρήματα στον κόσμο τα χρήματα για να προσευχηθούν για την υγεία ή την ανάπαυση του άρρωστου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.