κουμρουκτσής
(ουσ. αρσ.)
κουμρουκτσής
[kumrukˈtsis]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. gümrükçü = τελωνειακός.
Κρατικός υπάλληλος που υπολόγιζε την παραγωγή των τσίπουρων και εισέπραττε τον φόρο
Πβ.
γκιουμρούκι