πούλουδο
(ουσ. ουδ.)
πούλουδο
[ˈpuluðo]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. λούλουδον.
Λουλούδι
Συνών.
βασιλικὀς :2, γκιούλι, τσιτσέκι