πουλαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
φκαδόκ-κο
[fkaˈðokkο]
Φάρασ.
Από το ουσ. πουλάδι, όπου και τύπ. φκάδι, και παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Μικρή πουλάδα
Φάρασ.
:
'ρνιθόκκα τσ̑αι φκαδόκκα πάλι τρώς μα;
(Πάλι τρως κοτούλες και πουλαδίτσες;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τροποποιήθηκε: 27/06/2025