φκαδόκκο
(ουσ. ουδ.)
φκαδόκ-κο
[fkaˈðokkο]
Φάρασ.
Από το ουσ. πουλάδι, όπου και τύπ. φκάδι, και παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Το μικρό πουλάδι
Φάρασ.