ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλόκκο (ουσ. ουδ.) πουλόκκο [pu'loko] Τσουχούρ., Φάρασ. πουόκκο [pu'oko] Φάρασ. Από το ουσ. πουλί και υποκόρ. επίθμ. -όκκο.
1. Μικρό πουλί
2. Κλωσσόπουλο : Της κλουτσίστρας τα πουλόκκα (Τα κλωσσόπουλα της κλώσσας) Φάρασ. Αν κλουτσίστρα μο τ' άν κουρένιν πουόκκα (Μια κλώσσα με ένα σμήνος κλωσσόπουλα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025