πουλώ
(ρ.)
πουλώ
[pu'lo]
Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ.
πουλού
[pu'lu]
Ουλαγ.
πουλάου
[pu'lau]
Τσουχούρ.
πουάγω
[puˈaɣο]
Φάρασ.
πουάω
[puˈaο]
Φάρασ.
μπουάου
[buˈau]
Κίσκ.
μπουά
[buˈa]
Φάρασ.
Αόρ.
πούλησα
[ʹpulisa]
Σίλ.
Από το μεσν. ρ. πουλῶ (< αρχ. πωλῶ).
Πουλάω
ό.π.τ.
:
Πούλησα το σπίτσ̑ι μου
(Πούλησα το σπίτι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μα πουάγω τα, άζω τα
(Δεν τους πουλώ, τους ανταλλάσσω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
-Πουλούν ένα καμήλ' ένα γρούσ̑'. -Που 'ν' το γρούσ̑; -Πουλούν ένα καμήλ' χίλια γρούσ̑α. -Ταύρα και φέρ' το.
(- Πουλούν μιά καμήλα ένα γρόσι -Πού είναι το γράσι -Πουλούν μιά καμήλα˙ Κάνω κάτι όταν μπορώ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μη πουλάζ μαναχό, 'γόρασε κιόλας
(Μην πουλάς μόνο, αγόρασε κιόλας˙ Γι' αυτούς που μιλάνε χωρίς να ακούνε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Η κάτα πουά τον αύτένην ντου τσ̑αι το σπίτι 'ντάμα, σ' αν ψαρού τσ̑ουφάλι
(Η γάτα πουλά τον αφέντη της και το σπίτι μαζί για ενός ψαριού κεφάλι˙ Για ανθρώπους που περιμένουν να πάθουν κακό κάποιος για να τον εκμεταλλευτούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.