ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλώ (ρ.) πουλώ [pu'lo] Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Φλογ. πουλού [pu'lu] Ουλαγ. πουλάου [pu'lau] Τσουχούρ. πουάγω [puˈaɣο] Φάρασ. πουάω [puˈaο] Φάρασ. μπουάου [buˈau] Κίσκ. μπουά [buˈa] Φάρασ. Αόρ. πούλησα [ʹpulisa] Σίλ. Από το μεσν. ρ. πουλῶ (< αρχ. πωλῶ).
Πουλάω ό.π.τ. : Πούλησα το σπίτσ̑ι μου (Πούλησα το σπίτι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μα πουάγω τα, άζω τα (Δεν τους πουλώ, τους ανταλλάσσω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. -Πουλούν ένα καμήλ' ένα γρούσ̑'. -Που 'ν' το γρούσ̑; -Πουλούν ένα καμήλ' χίλια γρούσ̑α. -Ταύρα και φέρ' το. (- Πουλούν μιά καμήλα ένα γρόσι -Πού είναι το γράσι -Πουλούν μιά καμήλα˙ Κάνω κάτι όταν μπορώ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Μη πουλάζ μαναχό, 'γόρασε κιόλας (Μην πουλάς μόνο, αγόρασε κιόλας˙ Γι' αυτούς που μιλάνε χωρίς να ακούνε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Η κάτα πουά τον αύτένην ντου τσ̑αι το σπίτι 'ντάμα, σ' αν ψαρού τσ̑ουφάλι (Η γάτα πουλά τον αφέντη της και το σπίτι μαζί για ενός ψαριού κεφάλι˙ Για ανθρώπους που περιμένουν να πάθουν κακό κάποιος για να τον εκμεταλλευτούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.