βακούφι
(ουσ. ουδ.)
βακούφ'
[vaˈkuf]
Μισθ., Σινασσ.
βακι̂́φ
[vaˈkɯf]
Φλογ.
μακούφ'
[maˈkuf]
Μισθ.
μαχούμ'
[maˈxum]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. βακοῦφι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. vakıf = ισλαμικό ίδρυμα με κοινωφελείς και θρησκευτικούς σκοπούς.
1. Βακούφι, δωρεά, συνήθ. κτηματική, η οποία παραχωρείται για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς
ό.π.τ.
2. Εκκλησιαστική περιουσία
Φάρασ.
:
Σο μαχούμ' τζ̑ο 'φήν' τίπως;
(Στην εκκλησία δεν θα κληροδοτήσεις κάτι;)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
3. Ως επίθ., εκκλησιαστικός
Μισθ.
:
|| Φρ.
Mακούφ παρασί
(Εκκλησιαστικά χρήματα˙ κέρματα από κόκκινο τενεκέ, για τον δίσκο της εκκλησίας, που άξιζαν δέκα παράδες και τα οποία οι γυναίκες τα χρησιμοποιούσαν ως στολίδια, σαν φλουριά)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.