ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βακούφι (ουσ. ουδ.) βακούφ' [vaˈkuf] Μισθ., Σινασσ. βακι̂́φ [vaˈkɯf] Φλογ. μακούφ' [maˈkuf] Μισθ. μαχούμ' [maˈxum] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. βακοῦφι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. vakıf = ισλαμικό ίδρυμα με κοινωφελείς και θρησκευτικούς σκοπούς.
1. Βακούφι, δωρεά, συνήθ. κτηματική, η οποία παραχωρείται για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς ό.π.τ.
2. Εκκλησιαστική περιουσία Φάρασ. : Σο μαχούμ' τζ̑ο 'φήν' τίπως; (Στην εκκλησία δεν θα κληροδοτήσεις κάτι;) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
3. Ως επίθ., εκκλησιαστικός Μισθ. : || Φρ. Mακούφ παρασί (Εκκλησιαστικά χρήματα˙ κέρματα από κόκκινο τενεκέ, για τον δίσκο της εκκλησίας, που άξιζαν δέκα παράδες και τα οποία οι γυναίκες τα χρησιμοποιούσαν ως στολίδια, σαν φλουριά) Μισθ. -Κωστ.Μ.