βακίτι
(ουσ. ουδ.)
βακι̂́τ'
[vaˈkɯt]
Ουλαγ., Τροχ.
βαqι̂́τ'
[vaˈqɯt]
Φλογ.
βαχι̂́τ'
[vaxɯt]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
βαχ̇ίτι
[vaˈxiti]
Φάρασ.
βακούτ'
[vaˈkut]
Μισθ., Τσαρικ.
βαχούτ'
[vaˈxut]
Μισθ.
βακίτσι
[vaˈkitsi]
Τελμ.
βακούτσι
[vaˈkutsi]
Τελμ.
βάχτι
[ˈvaxti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vakit (vakti) (< αραβ. waḳt), όπου και διαλεκτ. τύπ. vahit = α) καιρός β) ώρα γ) μέσα προς το ζην δ) ικανότητα.
1. Καιρός, στιγμή
ό.π.τ.
:
Eρόντουν σου βακούτ' που να εκρεύουμ' να αλέσουμ'
(Ερχόταν στον καιρό που να θέλουμε να αλέσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Xέρους ντου βαχούτ'
(H εποχή του θερισμού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πέρασεν λίγο βαχι̂́τ'
(Πέρασε λίγος καιρός)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Να έρτ' 'να μέρα, ένα βακι̂́τ' ιμείς να πάμ' σου Γιονανιστάν, τσ' απ' του Γιουνανιστάν Τούρτσ' να έρτ'νε τσαού 'ς τ' εμέαρ τους τόπους
(Θα έρθει μιά μέρα, ένας καιρός, εμείς να πάμε στην Ελλάδα, κι απ' την Ελλάδα Τούρκοι να έρθουν εδώ στους δικούς μας τόπους)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ήρτι ντου βαχούτ' να γενούν ντα μήλα
(Ήρθε ο καιρός να ωριμάσουν τα μήλα)
Μισθ.
-Κοιμίσ.
Ήρτε το βαχούτ' να γενούν τα μήλα
(Ήρθε ο καιρός να γίνουν τα μήλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
Συνών.
σαάτι, ταρός
β.
Ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση
ό.π.τ.
:
Ντέν 'νι ντου βαχούτ' ιτό ντου σαάτ για να γκιαλαέψου
(Δεν είναι αυτή η περίσταση, η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσω
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Εποχή του χρόνου
Μισθ.
:
Τι βαχούτ' έχουμ';
(Τι εποχή έχουμε;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Χρονική στιγμή της ημέρας, ώρα
Μισθ., Φλογ.
:
Τι βαχούτ' 'νι;
(Τι ώρα είναι, δηλ. πρωί, μεσημέρι…
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
'ς το βαχι̂́τ' του
(Στην ώρα του
˙
κατά την προκαθορισμένη χρονική στιγμή, εγκαίρως)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Κοτί βαqι̂́τ'
(Κακιά ώρα
˙
το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως το χάραμα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Καιρικές συνθήκες
:
Γυρίστην ντου βαχούτ'
(Άλλαξε ο καιρός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Tι βαχούτ' σ̑άν' όξου;
(Τι καιρό κάνει έξω;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πις βαχούτ'
(Κακοκαιρία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μαντεύου ντου βαχούτ'
(Προβλέπω τον καιρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
καιρός, ταρός
4. Φορά
Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ένα βαχ̇ίτ' κειόταν δύο αρκαdάσ̑α 'τάμα-'τάμα
(Μια φορά ήταν δύο φίλοι μαζί-μαζί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ένα βακι̂́τ' ήταν τρία παιγιά και τρία κορίτσ̑ια και ένα βαβά
(Mιά φορά ήταν τρία αγόρια και τρία κορίτσια και ένας πατέρας)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το μέγον ντου νοματού το καdζ̑ί χα̈́ρ βαχ̇ίτ' ν’dα πι-έσ'
(Του μεγάλου ανθρώπου το λόγο κάθε φορά να τον πιάνεις˙ τα λόγια των ηλικιωμένων είναι σοφά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βολά :1, κερέ :1, σεφέρι, φορά
5. Διάθεση, κέφι, δυνάμεις
Μισθ., Φάρασ.
:
Βάχτι τσ̑ό 'χου
(Δεν έχω διάθεση)
-Παπαστ.-Καρακ.
Ντεν έχου του βακούτ' μου
(Δεν έχω διάθεση)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κέφι