ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βαθύνω (ρ.) βαθύνω [vaˈθino] Σινασσ. Αρχ. ρ. βαθύνω.
1. Μτβ., βαθαίνω, κάνω κάτι βαθύ Συνών. βαθικαίνω
2. Αμτβ., μτφ., γίνομαι ωριμότερος, σωφρονέστερος Σινασσ. : Ο νους σου δε βαθύν' ακόμα (Το μυαλό σου δεν έχει ωριμάσει ακόμα) Σινασσ. -Αρχέλ. Πβ. γετίζω