ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βάθρακας (ουσ. αρσ.) φάρντακας [ˈfardakas] Σίλ. βάρτλακα [ˈvartlaka] Γούρδ. βαθράκους [vaˈθrakus] Μαλακ. μαθράκας [maˈθrakas] Φάρασ. Θηλ. βατράκα [vaˈtraka] Ανακ., Γούρδ., Φερτάκ. βαθράκα [vaˈθraka] Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ. βαρθάκα [varˈθaka] Φλογ. βοθράκα [voˈθraka] Σίλατ. βαρτλάκα [varˈtlaka] Αραβαν. μαθράκα [maˈθraka] Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ. βαθράκια [vaˈθraca] Σίλατ. μαθράκια [maˈθraca] Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. π͑αρτλάκα [pʰarˈtlaka] Μισθ. παρλάκα [parˈlaka] Μισθ. μπατλάκα [batˈlaka] Δίλ. μπαρχιάκα [barˈçaka] Αξ. Πληθ. φάρντακες [ˈfardaces] Σίλ. βαθράκες [vaˈθraces] Σίλατ. βαθράκις [vaˈθracis] Μαλακ. π͑αρτλάτσ̑ις [pʰarˈtlatʃis] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. βάθρακας < αρχ. ουσ. βάτραχος. Για την πολυτυπία της λ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. βάτραχος και ιδ. Φάβης (1939-1940: 2.100-102).
Το ζώο βάτραχος ό.π.τ. : Στου νιαρό απέσου έσ̑ει φάρντακες (Μέσα στο νερό έχει βατράχους) Σίλ. -Κωστ.Σ. Tο βάρτλακα βγαίνισ̑κε ασ' το γαbί τ' (Ο βάτραχος έβγαινε από τo δέρμα του) Γούρδ. -Dawk. Καταράστην Χεγός τ’ αθρώπ’ τσ̑ι γίναν π͑αρτλάτσ̑ις (Καταράστηκε ο Θεός τους ανθρώπους και έγιναν βατράχια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Δου σκυλί έφαϊ δου παρλάκα (Το σκυλί έφαγε τον βάτραχο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Είσαι ’αν ντου Πράκα τη μαθράκα (Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο˙ Πράκα = μέρος με βούρκο, ειρων. προς άσχημους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σώστου να ’ρτϊέσ’ τα νερά να ’εμώσ’η λίμπλη, ζ μαθράκας τα ’φτάλμε ’α βγκούνε (Μέχρι να κανονίσεις τα νερά να γεμίσει η λίμνη, του βάτραχου τα μάτια θα βγουν˙ για όσους αργούν να ολοκληρώσουν ένα έργο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. βαθράκι, Συνών. κουρμπαγού