βαζιφές
(ουσ. αρσ.)
βαζιφές
[vaziˈfes]
Φάρασ.
βαζιφέ
[vaziˈfe]
Αξ.
Πληθ.
βαζιφέδε
[vaziˈfeðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. vazife = α) καθήκον β) υποχρέωση γ) ανατεθειμένη εργασία.
1. Καθήκον, υποχρέωση
ό.π.τ.
:
'σείς 'γνένdα μου ποίτσ̑ετε το βαζιφέ σας, για εγώ ̓κόμη τίπως τζ̑ο πόρκα να σες ποίκω
(Εσείς απέναντί μου κάνατε το καθήκον σας, αλλά εγώ ακόμα τίποτα δεν μπόρεσα να κάνω για σας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τζ̑αι 'τό ο βαζιφές ξείλτσε σα μάνα τα δισώμε
(Και αυτό το καθήκον έπεσε στους δικούς μου ώμους)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
άχτι :1, μουννέτι, μπόρτσι
2. Μέριμνα, φροντίδα
Αξ.
:
Με το καινίργιο τ' τo βαζιφέ ζολμόντσεν γκαι τ' φσ̑αχού τ' π͑ικράγια
(Με την καινούργια του έγνοια ξέχασε και των παιδιών του την πίκρα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
καϊγού