βαγιλίζω
(ρ.)
βαγιλίζω
[vaʝiˈlizo]
Σινασσ.
βαϊλίζω
[vaiˈlizo]
Σινασσ.
Μεσν. ρ. βαγιλίζω, πβ. Διήγ. παιδ. 253 «κρατούν και ομαλίζουν με (ενν. το σκύλο) και βαγιλίζουσί με».
Χαϊδεύω βρέφος, ταχταρίζω