βαζιρτατίζω
(ρ.)
βαζιρτατίζω
[vazirtaˈtizo]
Μαλακ.
βουζουρνταdώ
[vuzurdaˈdo]
Ανακ.
Από το τουρκ. ρ. vızırdamak (αορ. vızırdadı) = βομβώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. vazırdamak = α) κροταλίζω β) φλυαρώ.