βαθικώνω
(ρ.)
μπαχ̑'κώνω
[baçˈkono]
Αξ.
Από το επίθ. βαθικός, όπου και τύπ. μπαχ̑'κός, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Βαθουλώνω
ό.π.τ.