βαθράκι
(ουσ. ουδ.)
βαθράκ'
[vaˈθrak]
Σίλατ., Φλογ.
βαρντάχ'
[varˈdax]
Μισθ., Τελμ.
φαρτάκι
[farˈtaci]
Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. βατράχιον, υποκορ. του αρχ. βάτραχος.