μουννέτι
(ουσ. ουδ.)
μουν-να̈́τιν
[munˈnætin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. minnet = α) υποχρέωση β) χρέος ευγνωμοσύνης.
1. Υποχρέωση
Συνών.
άχτι :1, βαζιφές :1, μπόρτσι :2
2. Χρέωση
:
|| Παροιμ.
'α φάω του βιλλοΰ μου το κρας· σο γασάπη μουννα̈́τιν τζ̑ο φτένω
(Θα φάω της ψωλής μου το κρέας· στο χασάπη χρέος δεν ανοίγω˙ Πρέπει κανείς να βολεύεται με ό,τι έχει, και να μην δημιουργεί χρέη ζητώντας καλύτερα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.