ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουρνταρεύω (ρ.) μουρταρεύω [murtaˈrevo] Φάρασ. μουdαρεύω [mudaˈrevo] Φάρασ. Αόρ. μουρτάρεψα [murˈtarepsa] Φάρασ. Από το επίθ. μουρντάρης, όπου και τύπ. μουντάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Μολύνω, μαγαρίζω : Μουρτάρεψαν την εκκλεσία μας (Μαγάρισαν την εκκλησία μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.