μουρνταρεύω
(ρ.)
μουρταρεύω
[murtaˈrevo]
Φάρασ.
μουdαρεύω
[mudaˈrevo]
Φάρασ.
Αόρ.
μουρτάρεψα
[murˈtarepsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. μουρντάρης, όπου και τύπ. μουντάρι, και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Μολύνω, μαγαρίζω
:
Μουρτάρεψαν την εκκλεσία μας
(Μαγάρισαν την εκκλησία μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.