ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγαρίζω (ρ.) μαγαρίζω [maɣaˈrizo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. μαγαρίζου [maɣaˈrizu] Μισθ., Φάρασ. μααρίζου [maaˈrizu] Μισθ. μουγαρίζω [muɣaˈrizo] Αραβαν. Μτχ. μαγαρισμένο [maɣariˈzmeno] Αραβαν., Φλογ. μουγαρισμένο [muɣariˈzmeno] Αραβαν. Μεσν. ρ. μαγαρίζω = λερώνω, βρωμίζω, μολύνω, αλλαξοπιστώ
1. Λερώνω, μολύνω -ομαι Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. : Πιάσιν ντου τσ̑ουτσ̑ι κι μααρίστην (Έπιασε το τσουκάλι και λερώθηκε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πουλίι μ', ντα 'κόνις έπαρ' τα, μην ντ’ αφήκουμ' Τούρτσ' να α μαγαρίσ'νι (Πουλί μου, τις εικόνες πάρ' τες, μην τις αφήσουμε να τις μαγαρίσουν οι Τούρκοι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Μαγαρισμένο σ̑κυλόπιστο! (Βρωμερέ άπιστε σκύλε˙ Ύβρις προς μουσουλμάνο) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α Συνών. μουρνταλαντώ, μπατιρντίζω, πισλετίζω, ρυπώνω
2. Χέζω, αποπατώ Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. : Μαγάρ'σε το μωρό (Τα έκανε το μωρό) Γούρδ. -Καράμπ. Το φσ̑ἀχ' μαγάρ'σεν (Το μωρό τα έκανε) Σίλατ. -Χωλόπ. Συνών. τσακρίζω, χέζω
3. Ταπεινώνω Αξ. : Μαγάρ'σεν ντo 'ς χώρα κοντά (Τον ταπείνωσε μπροστά σε ξένους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κατεβάζω, τρυφεριάζω