μαγαρίζω
(ρ.)
μαγαρίζω
[maɣaˈrizo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
μαγαρίζου
[maɣaˈrizu]
Μισθ., Φάρασ.
μααρίζου
[maaˈrizu]
Μισθ.
μουγαρίζω
[muɣaˈrizo]
Αραβαν.
Μτχ.
μαγαρισμένο
[maɣariˈzmeno]
Αραβαν., Φλογ.
μουγαρισμένο
[muɣariˈzmeno]
Αραβαν.
Μεσν. ρ. μαγαρίζω = λερώνω, βρωμίζω, μολύνω, αλλαξοπιστώ
1. Λερώνω, μολύνω -ομαι
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.
:
Πιάσιν ντου τσ̑ουτσ̑ι κι μααρίστην
(Έπιασε το τσουκάλι και λερώθηκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πουλίι μ', ντα 'κόνις έπαρ' τα, μην ντ’ αφήκουμ' Τούρτσ' να α μαγαρίσ'νι
(Πουλί μου, τις εικόνες πάρ' τες, μην τις αφήσουμε να τις μαγαρίσουν οι Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Μαγαρισμένο σ̑κυλόπιστο!
(Βρωμερέ άπιστε σκύλε˙ Ύβρις προς μουσουλμάνο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Συνών.
μουρνταλαντώ, μπατιρντίζω, πισλετίζω, ρυπώνω
2. Χέζω, αποπατώ
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
:
Μαγάρ'σε το μωρό
(Τα έκανε το μωρό)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το φσ̑ἀχ' μαγάρ'σεν
(Το μωρό τα έκανε)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Συνών.
τσακρίζω, χέζω
3. Ταπεινώνω
Αξ.
:
Μαγάρ'σεν ντo 'ς χώρα κοντά
(Τον ταπείνωσε μπροστά σε ξένους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κατεβάζω, τρυφεριάζω