μαγιασίλι
(ουσ. ουδ.)
μαγιασίλι
[maʝaˈsili]
Σίλ.
μαγιασίλ'
[maʝaˈsili]
Αραβ., Μισθ., Σινασσ.
μαγιασούλι
[maʝaˈsuli]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
μαασίλι
[maaˈsili]
Σίλ.
μαγιασίρι
[maʝaˈsiri]
Φάρασ.
Πληθ.
μαασούρια
[maaˈsurʝa]
Μισθ.
Πληθ.
μασούρια
[maˈsurʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. mayasil = α) αιμορροΐδες β) χιονίστρες. Η λ. με τον τύπ. μαϊσίλι Α.Ρουμελ, μαγιασίριν Πόντ.
1. Kυρίως κατα πληθ., αιμορροΐδες
ό.π.τ.
:
Ως περπατά σ̑ολώνα, παίρεις ένα βολόνι, το πατείς στο κεφάλι τ’, βγάλλει αίμα, ‘κείνο είναι το γιατρικό για το μαγιασίλι
(Καθώς περπατά η χελώνα, παίρνεις ένα βελόνι, το πατάς στο κεφάλι της, βγάζει αίμα, αυτό είναι το γιατρικό για τις αιμορροΐδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ντα μαασούρια μ' σουλαϊζνι τσι αχτίζ'νι όιμα
(Οι αιμορροΐδες μου πονάνε και τρέχουν αίμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα μασούρια μ' τσ̑ανιτούρ'σαν μι απ΄ντου σουζού
(Οι αιμορροΐδες μου με τρέλαναν από τον πόνο)
-Κοτσαν.
Συνών.
γαλγάνι, ζοχάδα