ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγιασίλι (ουσ. ουδ.) μαγιασίλι [maʝaˈsili] Σίλ. μαγιασίλ' [maʝaˈsili] Αραβ., Μισθ., Σινασσ. μαγιασούλι [maʝaˈsuli] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. μαασίλι [maaˈsili] Σίλ. μαγιασίρι [maʝaˈsiri] Φάρασ. Πληθ. μαασούρια [maaˈsurʝa] Μισθ. Πληθ. μασούρια [maˈsurʝa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. mayasil = α) αιμορροΐδες β) χιονίστρες. Η λ. με τον τύπ. μαϊσίλι Α.Ρουμελ, μαγιασίριν Πόντ.
1. Kυρίως κατα πληθ., αιμορροΐδες ό.π.τ. : Ως περπατά σ̑ολώνα, παίρεις ένα βολόνι, το πατείς στο κεφάλι τ’, βγάλλει αίμα, ‘κείνο είναι το γιατρικό για το μαγιασίλι (Καθώς περπατά η χελώνα, παίρνεις ένα βελόνι, το πατάς στο κεφάλι της, βγάζει αίμα, αυτό είναι το γιατρικό για τις αιμορροΐδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ντα μαασούρια μ' σουλαϊζνι τσι αχτίζ'νι όιμα (Οι αιμορροΐδες μου πονάνε και τρέχουν αίμα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντα μασούρια μ' τσ̑ανιτούρ'σαν μι απ΄ντου σουζού (Οι αιμορροΐδες μου με τρέλαναν από τον πόνο) -Κοτσαν. Συνών. γαλγάνι, ζοχάδα
2. Έκζεμα ή κοκκινίλα Αραβ., Μισθ. Συνών. γιαχμάς