ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάγγανο (ουσ. ουδ.) μάγγανο [ˈmaŋgano] Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ. μαγγάνι [maŋˈgani] Φάρασ. Αρσ. μάνgανος ο [ˈmaŋganos] Αξ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. μάνgανους [ˈmaŋganus] Μαλακ. Πληθ. μάνgανοσγια [ˈmaŋganozʝa] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. μάγγανον. Για την λειτουργία του βλ. αναλυτικά Κεσίσογλου (1977). Πβ. μεγγένη
Mάγγανο, περιστροφικός μηχανισμός συμπίεσης σε ελαιοπιεστήριο και κατ' επέκτ. το ελαιοπιεστήριο ό.π.τ. : Νιγόταν ορτάχ' και παίνισ̑καν και κάμισ̑καν μάγγανο (Γίνονταν συνεργατική συντροφιά και πήγαιναν και δούλευαν στο μάγγανο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Δαρά πήαμ' σο μάγγανο, πήραμ' δυό τ͑ενεκές λάδια (Tώρα πήγαμε στο μάγγανο, πήραμε δυό ντενεκέδες λάδι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Κάμνω μάγγανος (Δουλεύω το μάγγανο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να πάμ’ να κλώσουμ’ το μάγγανο (Να πάμε να γυρίσουμε, δηλ. να δουλέψουμε, το μάγγανο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Παίσ̑καμ’ σα μάγγανους αγκιζόν’, βγάζαμε ελάι (Πηγαίναμε στα μάγγανα σπόρο ρόκας, βγάζαμε λάδι) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Χέρκες φέγνει εδώρτα-εκειούρτα, σο τιτσ̑αρέτ τό 'να, σε μάγγανος τ' άλλο, στο τιφτίκ, και τα πολλά στην Πόλ' (Ο καθένας φεύγει εδώ κι εκεί, στο εμπόριο ο ένας, στο ελαιοπιεστήριο ο άλλος, στην επεξεργασία του μοχέρ, και οι περισσότεροι στην Πόλη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Μάνgαν' gώλος (Kώλος του μάγγανου˙ σημείο του ελαιοπιεστηρίου όπου το δοκάρι μπαίνει στον τοίχο) Φλογ. Μανgανιού στρόσ̑’ (Τροχός του μάγγανου˙ μυλόπετρα ελαιοπιεστηρίου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Μανgανιού ντότσ̑α (Δοκάρια μάγγανου˙ δοκάρια ελαιοπιεστηρίου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μπεζιρχανές