μάγια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
μάγια
[ˈmaʝa]
Γούρδ., Σίλ.
μάια
[ˈmaja]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. μάγια.
Μάγια, μαγικά ξόρκια
ό.π.τ.
:
Αυτσή παιρί μου ποίκιν ντα μάγια
(Αυτή έκανε μάγια στο παιδί μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Λύζου ντα μάια
(Λύνω τα μάγια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πβ.
λήτεμα