ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγάρισμα (ουσ. ουδ.) μαγάρισμα [maˈɣarizma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. μουγάρισμα [muˈɣarizma] Αραβαν. Μεσν. ουσ. μαγάρισμα, το οπ. από το ρ. μαγαρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Λέρωμα ό.π.τ.
2. Ταπείνωση Αξ. Συνών. μαγαρισιά :2
Τροποποιήθηκε: 13/05/2025