μαγάρισμα
(ουσ. ουδ.)
μαγάρισμα
[maˈɣarizma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
μουγάρισμα
[muˈɣarizma]
Αραβαν.
Μεσν. ουσ. μαγάρισμα, το οπ. από το ρ. μαγαρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Λέρωμα
ό.π.τ.