μαγαρισιά
(ουσ. θηλ.)
μαγαρισιά
[maɣariˈsça]
Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ.
μαγαρισ̑ά
[maɣariˈʃa]
Αξ.
γαμαρ'σιά
[ɣamarˈsça]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. μαγαρισιά (Λεξ. Πόρτ.), το οπ. από το ρ. μαγαρίζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιά. Ο τύπ. γαμαρ’σιά με μετάθ. συλλαβών.