μούντος
(ουσ. αρσ.)
μούνdος
[ˈmundos]
Φάρασ.
Από το επίθ. μουντός υποχωρητ.
Μούντζα
:
Κόν'σεν ντα α μούνdος τσ̑αι είπεν ντι κι: «Χα, βρωμιέρη!»
(Του έρριξε μιά μούντζα και του είπε: "Χα, βρωμιάρη!»)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
μούντζα