μουνίκακας
(ουσ. αρσ.)
μουνίκακας
[muˈnikakas]
Σινασσ.
Από το μεσν. επίθ. μουνοῦχος = ευνουχισμένος και το μεγεθ. επίθμ. -ακας. Πβ. μουνίκακας = θηλυπρεπής (Θράκη) και μουνιχάχας = ηλίθιος (Πόντ.), το οπ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961, λ. μουνιχάχας) από α΄ συνθ. αγν. ετύμ. και το ουσ. χάχας.
Χαρακτηρισμός άνδρα εξαρτημένου από την γυναίκα του
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025