μουναφίκ
(επίθ.)
μουναφι̂́κ
[munaˈfɯk]
Μαλακ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. münafık = υποκριτής, ψεύτης.
Δόλιος, υποκριτής
Συνών.
δόλιος, πονηρός :1, τσιφτελού :3, φαλτσής