μουρεκέπι
(ουσ. ουδ.)
μουρεκ͑έπ͑ι
[mureˈkʰepʰi]
Φάρασ.
μουρα̈κ͑α̈́π͑ι
[muræˈkʰæpʰi]
Αφσάρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. mürekkep (< αραβ. murakkab) = μελάνι. Η λ. ήδη νεότ. με τύπ. μουρακέπι (Mackridge 2021: 64).
Mελάνι
ό.π.τ.