μούντζα
(ουσ. θηλ.)
μούντζα
[ˈmundza]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
μούντσ̑α
[ˈmuntʃa]
Αξ.
μούζα
[ˈmuza]
Φλογ.
μάντζα
[ˈmandza]
Σινασσ., Φερτάκ.
μάντζ̑α
[ˈmandʒa]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. μούντζα (Λεξ. Κριαρ.). Η σημ. ‘αράχνη" και 'ιστός αράχνης’ και Πόντ. (Κερασ.)· η σημασιολ. μεταβολή κατά τον Ν. Πολίτη (Λαογρ. Σύμμικτα Β΄, 332-33) είτε λόγω της θεώρησης του ιστού της αράχνης ως ρύπου είτε λόγω του σχήματος της οκτάποδης αράχνης που προσομοιάζει με ανοικτή παλάμη. Κατά τον Κωστάκη (1977: 520), η σημ. ‘αράχνη' είναι τουρκ. προελεύσεως. Για την σύνδεση των σημασιών της 'αιθάλης’ και της 'αράχνης’ πβ. το ουσ. καπνιά Κ. Ιταλ. (Καραναστάσης 1984-1992, λ. καν-νία) και ΙΛΝΕ, λ. ἀράχνη 4.
2. Μούντζα, προσβλητική χειρονομία
Σίλ.
:
Ρώκι μου νια μούντζα
(Μου έδωσε μιά μούντζα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
μούντος
3. Αράχνη
Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Συνών.
αραχθίνα, γαλέ, ορουμτσέκι, σκλάντζη, τσιλιγάδι, φέλεγγας
β.
Ιστός αράχνης
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
4. Είδος χόρτου, λάπατο
Αραβαν., Γούρδ.