ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουλλώνω (ρ.) μουλλώνω [muˈlono] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. μουλλώνου [muˈlonu] Μισθ., Σίλ. μουγώνου [muˈɣonu] Τσουχούρ., Φάρασ. μουώνω [muˈono] Φάρασ. Αόρ. μούλλωσα [ˈmulosa] Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. μούλλουσα [ˈmulusa] Μαλακ., Μισθ. μούγουσα [ˈmuɣusa] Τσουχούρ., Φάρασ. μούασα [ˈmuasa] Φάρασ. Προστ. μούλλω [ˈmulo] Σινασσ. μούλλου [ˈmulu] Μισθ., Τσαρικ. μούγου [ʹmuɣu] Φάρασ. μούα [ˈmua] Φάρασ. Μτχ. μουλλουμένου [muluˈmenu] Μισθ. μουγωμένου [muɣoˈmenu] Φάρασ. Μεσν. ρ. μουλλώνω, το οπ. από το αρχ. επίθ. μυλλός και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω (πβ. Πρόδρ. Ι 127 «μουλλώνεται καὶ κρύπτεται, ἐμὲ δ’ ἀφήνει ἔξω»).
1. Μτβ., κρύβω ό.π.τ. : Από τότες οι νύφες σκεπάζουν τό πρόσωπό τους με τα τουβάχια, μουλλώνουν και την λαλιά τους (Από τότε οι νύφες σκεπάζουν το πρόσωπό τους με μαντήλια, αποσιωπούν και την φωνή τους) Σινασσ. -Αρχέλ. Μούλλουνά ντα σου ντουβάρ' (Τα έκρυβα στον τοίχο, ενν. τα μαλλιά από το πρώτο κούρεμα του παιδιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ποίκανε δύο τρία ντάιγια, στέρου κώλτσαν dα σον τσ̑οπάνο· πήγεν ο τσοπάνος, μούασέν dα σο ρουσ̑ί (Γέμισαν δύο τρία σακκιά (λίρες), ύστερα έστειλαν (το γαϊδούρι με) τα σακκιά στον τσοπάνο· ο τσοπάνος πήγε και τα έκρυψε στο βουνό) Φάρασ. -Dawk. Σέμα σα εβντομήdα, να το μουλλώσω; (Μπήκα στα εβδομήντα, να το κρύψω;) Ανακ. -Cost. Mούλλου δου ατό που γάψις (Κρύψε το αυτό που άρπαξες) Μισθ. -Κοτσαν. Μούλλου δου σ' σάλακα σ' (Κρύψε το στον κόρφο σου) Μισθ. -Κοτσαν. Ξέβην dου ψάρ’, είπιν dου παιί «Έπαρ’ ιτά dου πούλ’, μούλλου dου» (Βγήκε τότε το ψάρι και είπε στο παιδί «Πάρε αυτό το λέπι, κρύψε το») Μισθ. -Dawk. Τα κορτσόκκα μουγώναν ντα, τζ̑ο φαινέσανdι (Tα κορίτσια τα έκρυβαν, δεν φαίνονταν) Τσουχούρ. -VLACH Mούλλουίς τα σ' αμάξ' τα τζίγαρις, ε; (Τα έκρυψες στο αυτοκίνητο τα τσιγάρα, ε;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ό,τις έχ' σου σου σπίτι τ' μουλλουμένου, ας του βγάλ' (Όποιος έχει στο σπίτι του κρυμμένο, ας το βγάλει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μουλλώνω σες (Κρύβω φωνή˙ για την νύφη, η παραδοσιακή συνήθεια να μη μιλάει, από σεβασμό) Μισθ., Φλογ., Ποτάμ., Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γαϊπώνω, πουχώνω :2, χαχτώ
β. Φυλάσσω, διαφυλάσσω Φάρασ. : Ντώεκα βατζελιού τσ̑εριά μούλλωνάμ' τα (Τα κεριά των 12 Ευαγγελίων της Μεγάλης Πέμπτης τα κρύβαμε ) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Mούα τ' άσ̑υρο· 'α νά 'ρτει ο ταρός του (Φύλαξε το άχυρο· θα έρθει ο καιρός του ˙ Και τα πιο ασήμαντα πράγματα μπορεί κάποτε να αποκτήσουν αξία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
γ. Σωπαίνω Σίλ., Σινασσ. : Ετιά εν η θεία, φίλα χέρ’, ετάς έν ο ταγής, φίλα χέρ’, να ο πεθερός, μούλλω (Αυτή εἰναι η θεία, φίλα το χέρι της, αυτός είναι ο θείος, φίλα το χέρι του, νά ο πεθερός, σώπα ) Σινασσ. -Λεύκωμα || Ασμ. 'πώσκιαν τσ̑η σωρεί παπάς τσης, κλαίει, κλαίει, ρεν μουλλώνει ((Όταν την βλέπει ο άντρας της ο παπάς, κλαίει, κλαίει, δεν σταματά το κλάμα)) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Αμτβ., κρύβομαι ό.π.τ. : Μούλλουσα, ανοιξέτ' τα μάτια σας! (Κρύφτηκα, ανοίχτε τα μάτια σας!· επιφώνημα στο παιχνίδι κρυφτό) Μισθ. -Κωστ.Μ. 'τουν αρχίντσ̑αν Τούρτσ̑' ντου κατακώλυμα, μούλλουναμ' σά κιαλιάρια (Όταν άρχιζαν οι Τούρκοι το κυνήγημα, κρυβόμασταν στα υπόγεια κελλάρια) Μισθ. -Κοτσαν. Μούλλωσεν σην γκουμάσα, άμα ήρτεν αλιπήκα, πιάσεν το (Κρύφτηκε στο κοτέτσι, και όταν ήρθε η αλεπού την έπιασε) Ποτάμ. -Dawk. Φέγγους μούλλουσιν σα συννίφαδα (Το φεγγάρι κρύφτηκε στα σύννεφα) Μισθ. -Κοτσαν. Τότες ετό, για να μάθ’ το σκυλί τι ήτανε, μούλλωσεν ένα μέρα οdαδιού σο γϋκλΰκ (Τότε αυτός, για να μάθει ποιος ήτανε το σκυλί, κρύφτηκε μιά μέρα στην εσοχή του δωματίου) Σίλατ. -Dawk. Ηύρεν ἐνα τυρπί που ήτο τοιχογυρισμένο, μούλλωσεν (Βρήκε μιά τρύπα που γύρω γύρω είχε τοίχο, κρύφτηκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Δίν'κεν dα του μουών'κεν dου φσ̑όκκου σα σ̑έρε του (Το έδινε στα χέρια του αγοριού που κρυβόταν) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Αποπίσω ασ' το δάχτυλο τ’ κανείς δεν μουλλώνει (Πίσω από το δάχτυλό του κανένας δεν κρύβεται˙ κάποια πράγματα δεν είναι δυνατόν να αποκρυφθούν) Σινασσ. -Αρχέλ.
3. Σωρεύω χώμα, δημιουργώ πρόχωμα Αραβαν., Γούρδ.
4. Ησυχάζω κάποιον, κάνω να σωπάσει Σίλ. : || Ασμ. Αντώνης μου στσ̑ην γκούνια 'νι, Σάββας μου κι σκολειό 'νι.
Του ψωμί σου μεις βγάλνουμ' ντα, ζουμάρι σου μεις κολλούμ' ντα.
Τον Αντώνη σου μεις εϊλεττούμ' ντου, του Σάββα σου μουλλώνουμ' ντου
(Ο Αντώνης μου είναι στην κούνια, ο Σάββας μου είναι στο σχολείο.
Το ψωμί σου εμείς το βγάζουμε, το ζυμάρι σου εμείς το κολλάμε,.
Tον Αντώνη σου εμείς τον διασκεδάζουμε, τον Σάββα σου τον ησυχάζουμε)
Σίλ. -Κωστ.Σ.