μουράτι
(ουσ. ουδ.)
μουράτι
[muˈrati]
Σινασσ., Φάρασ.
μουράτ'
[muʹrat]
Σινασσ.
μουράτσ̑ι
[muˈratʃi]
Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
μουράdζι
[muʹradzi]
Σίλ.
μουράζι
[muˈrazi]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
μιράτ'
[miˈrat]
Ουλαγ.
Πληθ.
μιράτια
[miˈratça]
Ουλαγ.
μουράdε
[muˈrade]
Φάρασ.
μουράτσ̑α
[muʹratʃa]
Αραβαν., Τελμ.
μουράζα
[muˈraza]
Αφσάρ.
Από το νεότ. ουσ. μουράτι = επιθυμία, χατίρι (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009: Α΄, 20), το οπ. από το τουρκ. ουσ. murat (< αραβ. murad) = α) επιθυμία β) στόχος.
1. Πόθος, επιθυμία
ό.π.τ.
:
Τζάνι μ’ ογλού μ’, μπιρ να πεσάνου να ριω μουράτζι σου
(Ψυχή μου, γιε μου, πριν πεθάνω, να δω τις χαρές σου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Ο Θεός να σε δώσ’ σου καργιάς σ΄ σα μουράτσα
(Ο Θεός να σου δώσει της καρδιάς σου τους πόθους˙ γαμήλια ευχή)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σ̑ύφτασαν σα μουράτσ̑α τουν
(Έφτασαν στις επιθυμἰες τους˙ πέτυχαν αυτό που ποθούσαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εφαγάνε, έπανε, έφτασανε σα μουράτε τουνε
(Έφαγαν, ήπιαν, ικανοποίησαν τις επιθυμίες τους˙ λογοτυπικό τέλος παραμυθιού, ισοδύναμο με το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γάλπι :3, θέλημα, μεράκι, ντιλέκι, χασιρέτι
2. Ευτυχία
ό.π.τ.
:
Είδια κι ογώ ένα μουράτ', σεμάδεψά σε
(Είδα κι εγώ μιά ευτυχία (ενν. πριν πεθάνω), σε αρραβώνιασα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
χαβάσι, χαβασιλίκι, χαρά :1
β.
To ουδ. πληθ. ως ουσ., ευτυχισμένες μέρες
Σινασσ.