θέλημα
(ουσ. ουδ.)
θέλημα
[ˈθelima]
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ.
θέλεμα
[ˈθelema]
Φάρασ.
χ̇έλημα
[ˈxelima]
Αξ.
Aρχ. ουσ. θέλημα.
1. Θέλημα, επιθυμία
Αξ., Σινασσ., Φάρασ.
:
χ̇εγού χ̇έλημα· τ͑ι πορούμ’ και σ̑άνουμ’!
(Θεού θέλημα· τι μπορούμε να κάνουμε!)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
αρζουλούχι, γάλπι :3, μεράκι, μουράτι, ντιλέκι :1
3. Άδεια
Σινασσ.
:
Δώκεν ο Θεγός θέλημα κι η Παναγιά ιζίνι
(Έδωσε άδεια ο Θεός κι η Παναγιά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
άδεια, ιζίνι, πούσουλα