ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

θέλημα (ουσ. ουδ.) θέλημα [ˈθelima] Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ. θέλεμα [ˈθelema] Φάρασ. χ̇έλημα [ˈxelima] Αξ. Aρχ. ουσ. θέλημα.
1. Θέλημα, επιθυμία Αξ., Σινασσ., Φάρασ. : χ̇εγού χ̇έλημα· τ͑ι πορούμ’ και σ̑άνουμ’! (Θεού θέλημα· τι μπορούμε να κάνουμε!) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. αρζουλούχι, γάλπι :3, μεράκι, μουράτι, ντιλέκι :1
2. Πόθος Φάρασ. Συνών. μουράτι, χασιρέτι
3. Άδεια Σινασσ. : Δώκεν ο Θεγός θέλημα κι η Παναγιά ιζίνι (Έδωσε άδεια ο Θεός κι η Παναγιά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. άδεια, ιζίνι, πούσουλα
4. Πρόσκληση Αφσάρ. Συνών. κάλεσμα, μπαγίρντημα :2, νταβέτι, τσαγιρμάς :2