θαρραίνω
(ρ.)
θαρραίνω
[θaˈreno]
Τελμ.
Από το αρχ. ρ. θαρρέω-ῶ = α) έχω θάρρος, δεν φοβάμαι β) εμπιστεύομαι κάποιον γ) είμαι πεπεισμένος για κάτι δ) ενθαρρύνω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω. Η σημ. ‘εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον’ πρώιμ. μεσν. (LSJ).
Εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον άλλο
Καππ.
:
|| Ασμ.
Πού πας, πού πας, Κωνστάνdινε, και πού με θαρραίνεις;
Θαρραίνω σε και σο Θεός και δεύτερο σους άγους (Πού πας, πού πας, Κωνσταντίνε, και σε ποιον με εμπιστεύεσαι;
Σε εμπιστεύομαι στον Θεό και κατά δεύτερον στους αγίους) Καππ. -Lag. Συνών. θαρρεύω :1, χαιρινίσκω
Θαρραίνω σε και σο Θεός και δεύτερο σους άγους (Πού πας, πού πας, Κωνσταντίνε, και σε ποιον με εμπιστεύεσαι;
Σε εμπιστεύομαι στον Θεό και κατά δεύτερον στους αγίους) Καππ. -Lag. Συνών. θαρρεύω :1, χαιρινίσκω