θαμνί
(ουσ. ουδ.)
θαμνί
[θaˈmni]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. θαμνίον.
Θάμνος, ιδίως βελανιδιάς
ό.π.τ.
:
Σκεπάσκαμ’ τα μο του θαμνού φύα
(Τα σκεπάζαμε με φύλλα θάμνου)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Σο Ρουσ̑όκκο πάνου ήσανdε θαμνία
(Πάνω στο Βουναλάκι είχε θάμνους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Α
|| Παροιμ.
Ἀνεμος σα μη φυσήσει, το θαμνί τζ̑ο σαλεύει
(Αν δεν φυσήξει άνεμος, ο θάμνος δεν κουνιέται˙ όλα έχουν μιά αιτία)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.