θάνατος
(ουσ. αρσ.)
θάνατος
[ˈθanatos]
Φλογ.
χάνατος
[ˈxanatos]
Αξ.
χιάνατος
[ˈçanatos]
Αξ.
σάνατος
[ˈsanatos]
Μισθ., Τσαρικ.
σάνατους
[ˈsanatus]
Μισθ., Τσαρικ.
Πληθ.
θανατόσια
[θanaˈtosça]
Φλογ.
Αρχ. ουσ. θάνατος. Ο τύπ. χάνατος λόγω συνήθους τροπής του [θ] > [x] (Ανδριώτης 1848: 29). Για τον τύπ. χιάνατος, πβ. τύπ. χιάλασσα (βλ. λ. θάλασσα).
2. Πτώμα, σορός
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Πηάζουμ' το σάνατος και τρία φοράς χέκισκάμ' το, σήκωνάμ' το
(Κουβαλούσαμε το λείψανο και τρεις φορές το αφήναμε κάτω και το σηκώναμε)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Άφηναν το θάνατο, στεκούτουν το θάνατο εκεί, τα σόια έκλαιγαν
(Άφηναν το λείψανο, στεκόταν εκεί το λείψανο και οι συγγενείς έκλαιγαν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
θανή :2, λέσι, ψόφος
3. Κηδεία
Αξ., Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Να πάου σου σάνατους
(Θα πάω στην κηδεία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Περνά σάνατους
(Περνάει κηδεία)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
θανή :1, ξόδι
β.
Ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου, επειδή τα επτά άστρα έδιναν την εντύπωση των επτά συγγενών τέσσερις εκ των οποίων σηκώνουν τον νεκρό και τρεις συνοδεύουν
Μισθ.