πεθαμός
(ουσ. αρσ.)
πεθαμός
[peθaˈmos]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το ρ. πεθανίσκω και το παραγωγ. επίθμ. -μός. Πβ. και νεότ. ουσ. ἀπεθαμός (Λεξ. Κριαρ., λ. ἀποθαμός).
2. Μτφ., μεγάλη κούραση
Σινασσ.