χάνημα
(ουσ. ουδ.)
χάνημα
['xanima]
Ουλαγ.
Από το ρ. χάνομαι και παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Απώλεια, χάσιμο
Συνών.
αλντούρντημα, ζάγι :1, ζαγιάτι, χάσιμο :1