ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεθερός (ουσ.) πεθερός [peθeˈros] Αφσάρ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. πετερός [peteˈros] Αραβ., Φερτάκ. πεχ̇ερός [pexeˈros] Αραβαν., Μισθ. πεχερός [peçeˈros] Αξ., Μισθ. πεχερό [peçeˈro] Γούρδ., Σεμέντρ. πεσερός [peseˈros] Σίλ. πεερός [peeˈros] Σίλ. πεερό [peeˈro] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ. Θηλ. πεθερά [peθeˈra] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. πετερά [peteˈra] Αραβ., Φερτάκ. πεγερά [peʝeˈra] Αξ. πεχ̇ερά [pexeˈra] Μισθ., Σεμέντρ. πεσερά [peseˈra] Σίλ. πεερά [peeˈra] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ. Από τα αρχ. ουσ. πενθερός/πενθερά με αφομ. [nθ - θθ] (πβ. μεσν. πεθθερός) και απλοποίηση του διπλού συμφ. που οδήγησε στα μεσν. πεθερός/πεθερά. Το πεερός είναι νεότ.
Πεθερός, γονέας συζύγου ό.π.τ. : Ποίκα 'νgόνια και τσ̑ι του πεχερό μ' δεν του μίλησα (Είχα κάνει εγγόνια και στον πεθερό μου ακόμα δεν είχα μιλήσει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Νύφ' ντώκι πεχ̇ερά τ' ένα φορτσ̑ά (Η νύφη έδωσε στην πεθερά της μιά φορεσιά) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ξεβαίν' νύφη να φιλήσ' τα σ̑έρια τους. Μι τ' σειρά πααι να φιλήσ' πεσερού τσης, πεσεράς τσης τα σ̑έρια (Βγαι η νύφη να φιλήσει τα χέρια τους. Με τη σειρά πηγαι να φιλήσει του πεθερού της, της πεθεράς της τα χέρια) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ηύρα εγώνα και ασ' σου παπά μ' πολλά και ασ' σου πεθερά μ' πολλά (Κληρονόμησα εγώ και από τον πατέρα μου πολλά και από την πεθερά μου πολλά) Ανακ. -Cost. Πεερό μ' τσόδουν λέπρου (Ο πεθερός μου ήταν ανάποδος) Μισθ. -Κοτσαν. Τουν κόσμου έχου μιά πεσερά, τσιφάλι μ' απάνου έσ̑ει τόπου (Στον κόσμο μιά πεθερά έχω, την έχω κορόνα στο κεφάλι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ερχότον το πετερά ασ' σο εκκλησά, άντρα-ναίκα παίνισκαμ' σο ιρμάχ' (Ερχόταν η πεθερά από την εκκλησία, το ανδρόγυνο πηγαίναμε στο ποτάμι) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164 Πεερά τ' χάη 'ντετσ̑ού (Η πεθερά του πέθανε εκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σάμου σηκουθεί ο πεθερός να κουπώσει νερό σά σ̑έρα του να νιφτεί (Όταν σηκωθεί ο πεθερός θα ρίξει νερό στα χέρια του να πλυθεί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ικεί σον κόσμο, λε, ας καμώ τ' πεθεράς σ' το μουνί, κι εδώ σον κόσμο το σό (Στον άλλο κόσμο, λέει, ας γαμώ το μουνί της πεθεράς σου, και σ' αυτόν τον κόσμο το δικό σου) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812