ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πειραχτικός (επίθ.) πειραχτικό [pira'xtiko] Ανακ. Από το νεότ. επίθ. πειραχτικός, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. πειράζω και το παραγωγ. επίθμ. -τικός.
Αυτός που πειράζει, βλαβερός : Πειραχτικά χόρτα (Βλαβερά χόρτα) Ανακ. -Κωστ.Α.
Τροποποιήθηκε: 19/07/2023