πειραχτικός
(επίθ.)
πειραχτικό
[pira'xtiko]
Ανακ.
Από το νεότ. επίθ. πειραχτικός, το οπ. από το αορ. θ. του ρ. πειράζω και το παραγωγ. επίθμ. -τικός.
Αυτός που πειράζει, βλαβερός
:
Πειραχτικά χόρτα
(Βλαβερά χόρτα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.