πεκμέζι
(ουσ.)
πεκμέζι
[pekˈmezi]
Τελμ.
πεκμέζ'
[pekˈmez]
Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
πεκμέζ̑'
[pekˈmeʒ]
Αξ.
μπεκμέζ'
[bekˈmez]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
μπιακμιάζ'
[bʝakˈmɲaz]
Μισθ.
πακμάζι
[pakˈmazi]
Ποτάμ., Σινασσ.
Νεότ. ουσ. πεκμέζι (Μηνάς 2012: 275), το οπ. από το τουρκ. ουσ. pekmez, όπου και παλαιότ. τύπ. bekmes και διαλεκτ. τύπ. bekmez (Nişanyan 2002-2020: λ. pekmez, TSS, λ. bekmez).
Πετιμέζι
ό.π.τ.
:
Σου γαζάν' απέσ’ σ̑άνοιξαμ' μπιακμιάζ΄
(Μέσα στο καζάνι φτιάχναμε πετιμέζι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βράζαμ' το πεκμέζι, βράζαμ' το ρετσέλι, σάνουμ' κοφτάρια
(Βράζαμε το πετιμέζι, βράζαμε το ρετσέλι, κάνουμε μουσταλευριά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Και μεις κάνισκαμ’ τα ρετσέλια, πεκμέζια, ούζα
(Κι εμείς κάναμε τα ρετσέλια, πεκμέζια, ούζα)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έπ'καμ’ τα ρετσέλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας και ερυό γιοσακλούρια κρασί
(Κάναμε τα ρετσέλια μας, τα πετιμέζια μας, τις μουσταλευριές μας και δύό πιθάρια κρασί)
Αραβαν.
-Φωστ.