πελτιέζω
(ρ.)
πελτιέζω
[pelti'ezo]
Αφσάρ., Φάρασ.
πελτιέω
[pelti'eo]
Αφσάρ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. bölmek = διαιρώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. pölmek και belmek (TSS, λ. belmek, bélmek, THADS, λ. pölmek).
Μοιράζω
ό.π.τ.