ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεντάρι (ουσ.) πενdάρ' [penˈdar] Αξ., Γούρδ., Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. πεντάρι(ον) = μέτρο βάρους, από το αρθμτ. πέντε (θ. πεντ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άρι(ον). Η λ. ως μεταφρ. δάν. από το οθωμανικό νόμισμα beşlik (beş = 5).
Νόμισμα αξίας 5 παράδων ό.π.τ. : Ιτό βασιλέγας παίρ' του· δίν' του ένα πενdάρ' (Αυτό (που του προσφέρθηκε προς αγορά) ο βασιλιάς το παίρνει· του δι 5 παράδες) Μαλακ. -Dawk.