πεντάρι
(ουσ.)
πενdάρ'
[penˈdar]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. πεντάρι(ον) = μέτρο βάρους, από το αρθμτ. πέντε (θ. πεντ-) και το παραγωγ. επίθμ. -άρι(ον). Η λ. ως μεταφρ. δάν. από το οθωμανικό νόμισμα beşlik (beş = 5).
Νόμισμα αξίας 5 παράδων
ό.π.τ.
:
Ιτό βασιλέγας παίρ' του· δίν' του ένα πενdάρ'
(Αυτό (που του προσφέρθηκε προς αγορά) ο βασιλιάς το παίρνει· του δι 5 παράδες)
Μαλακ.
-Dawk.