πέρα
(επίρρ.)
πέρα
[ˈpera]
Ποτάμ., Φλογ.
Από το μεταγν. πέρα (στην σημ. 1) από το αρχ. επίρρ. πέραν "(στο) απέναντι (μέρος)" με αποβ. του [n] αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε -α.
1. Δηλώνει μιά κάποια απόσταση από το σημείο που βρίσκεται ο ομιλητής
Ποτάμ., Φλογ.
2. Δηλώνει τοπικό όριο
Φλογ.
:
Δέ 'ναι ιδά πέρα κανείς;
(Δεν είναι εδώ πέρα κανείς;)
Φλογ.
-Dawk.