ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πέρα (επίρρ.) πέρα [ˈpera] Ποτάμ., Φλογ. Από το μεταγν. πέρα (στην σημ. 1) από το αρχ. επίρρ. πέραν "(στο) απέναντι (μέρος)" με αποβ. του [n] αναλογ. προς άλλα επιρρ. σε .
1. Δηλώνει μιά κάποια απόσταση από το σημείο που βρίσκεται ο ομιλητής Ποτάμ., Φλογ.
2. Δηλώνει τοπικό όριο Φλογ. : Δέ 'ναι ιδά πέρα κανείς; (Δεν είναι εδώ πέρα κανείς;) Φλογ. -Dawk.