ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεντακόσα (αριθμ.) πενdακόσ̑α [pendakoˈʃa] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. Από το αρχ. αριθμ. πεντακόσια.
Σύνολο αποτελούμενο από πεντακόσιες μονάδες : Πενdακόσ̑α γρούσ̑α κρεύω (500 γρόσια θέλω (για να σου το πουλήσω)) Φλογ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 04/10/2024