πεντακόσα
(αριθμ.)
πενdακόσ̑α
[pendakoˈʃa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ.
Από το αρχ. αριθμ. πεντακόσια.
Σύνολο αποτελούμενο από πεντακόσιες μονάδες
:
Πενdακόσ̑α γρούσ̑α κρεύω
(500 γρόσια θέλω (για να σου το πουλήσω))
Φλογ.
-Dawk.